- πεταλίζω
- Α [πέταλον]1. εξορίζω κάποιον με τη διαδικασία τού πεταλισμού2. (κατά τον Ησύχ.) «πεταλίζεινβλαστεῑν, φυλλολογεῑν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλίζειν — πεταλίζω put forth leaves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλισμός — ὁ, Α [πεταλίζω] η καταδίκη σε εξορία ενός πολίτη στις Συρακούσες που αποφασιζόταν με ψηφοφορία, με την αναγραφή τού ονόματός του σε φύλλο ελιάς, αλλ. εκφυλλοφορία ή εκφυλλοφόρησις (α. «οἱ μὲν Ἀθηναῑοι... ὠνόμασαν ἀπὸ τοῡ συμβεβηκότος ὀστρακισμόν … Dictionary of Greek
πεταλίσας — πεταλίσᾱς , πεταλίζω put forth leaves aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)